ἐκπηδῶ — ἐκπηδάω leap out pres imperat mp 2nd sg ἐκπηδάω leap out pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐκπηδάω leap out pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐκπηδάω leap out pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐκπηδάω leap out pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκπηδώ — άω, Α εκπηδώ, τινάζομαι έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπηδῶ «πηδώ έξω, εκτινάσσομαι»] … Dictionary of Greek
εγκατεφάλλομαι — ἐγκατεφάλλομαι (Α) εκπηδώ, εισορμώ … Dictionary of Greek
εκπροθρώσκω — ἐκπροθρῴσκω (Α) εκπηδώ … Dictionary of Greek
προεκπηδώ — άω, ΜΑ εκπηδώ, πηδώ έξω προηγουμένως αρχ. σπεύδω να εκδηλωθώ, εκδηλώνομαι πριν από την ώρα μου … Dictionary of Greek
συνεκπηδώ — άω, Α συνεκθρῴσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπηδῶ «πηδώ έξω, ξεπετιέμαι»] … Dictionary of Greek
υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… … Dictionary of Greek
υπεκπηδώ — άω, Α αναπηδώ, ξεπηδώ από κάτω ή κρυφά («ὑπεκπηδᾷ μοι ποικίλα τῆς διανοίας κινήματα», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπηδῶ «πηδώ, αναπηδώ, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
υπεκπροθρώσκω — Α ανατινάσσομαι, ξεπηδώ από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπροθρῴσκω «εκπηδώ»] … Dictionary of Greek