εκπηδώ

εκπηδώ
(-άω) (AM ἐκπηδῶ)
πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο
νεοελλ.
εμφανίζομαι ξαφνικά
αρχ.
1. εξορμώ
2. φεύγω κρυφά
3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι
4. εκτοπίζομαι
5. εκτινάσσομαι
6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκπηδῶ — ἐκπηδάω leap out pres imperat mp 2nd sg ἐκπηδάω leap out pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐκπηδάω leap out pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐκπηδάω leap out pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐκπηδάω leap out pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκπηδώ — άω, Α εκπηδώ, τινάζομαι έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπηδῶ «πηδώ έξω, εκτινάσσομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εγκατεφάλλομαι — ἐγκατεφάλλομαι (Α) εκπηδώ, εισορμώ …   Dictionary of Greek

  • εκπροθρώσκω — ἐκπροθρῴσκω (Α) εκπηδώ …   Dictionary of Greek

  • προεκπηδώ — άω, ΜΑ εκπηδώ, πηδώ έξω προηγουμένως αρχ. σπεύδω να εκδηλωθώ, εκδηλώνομαι πριν από την ώρα μου …   Dictionary of Greek

  • συνεκπηδώ — άω, Α συνεκθρῴσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπηδῶ «πηδώ έξω, ξεπετιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • υπεκπηδώ — άω, Α αναπηδώ, ξεπηδώ από κάτω ή κρυφά («ὑπεκπηδᾷ μοι ποικίλα τῆς διανοίας κινήματα», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπηδῶ «πηδώ, αναπηδώ, τινάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκπροθρώσκω — Α ανατινάσσομαι, ξεπηδώ από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπροθρῴσκω «εκπηδώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”